ύδνης

ύδνης
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «εἰδώς, ἔμπειρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ὕδης].
————————
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ ὕδναι
«ἔγγονοι, σύντροφοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά, κατά μία άποψη, ως β' συνθετικό στους τ. ἁλοσύδνη*, ὑδατοσύδνη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ὕδνης — Ὕδνη fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδνης — ὕ̱δνης , ὑδνέω nourish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑδνέω nourish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υδατοσύδνη — ἡ, Α όνομα μιας από τις Νηρηίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη* και συνδέεται, κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • αλοσύδνη — ἁλοσύδνη, η (Α) αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και τής Θέτιδος). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, ός + ὐδνη < θ. τής λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση τής… …   Dictionary of Greek

  • au̯(e)-9, au̯ed-, au̯er- (*aku̯ent- : aḫu̯ent-) —     au̯(e) 9, au̯ed , au̯er (*aku̯ent : aḫu̯ent )     English meaning: to flow, to wet; water, etc.     Deutsche Übersetzung: “benetzen, befeuchten, fließen”     Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ):… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”