Ὕδνης — Ὕδνη fem gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνης — ὕ̱δνης , ὑδνέω nourish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑδνέω nourish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υδατοσύδνη — ἡ, Α όνομα μιας από τις Νηρηίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη* και συνδέεται, κατά μία… … Dictionary of Greek
αλοσύδνη — ἁλοσύδνη, η (Α) αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και τής Θέτιδος). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, ός + ὐδνη < θ. τής λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση τής… … Dictionary of Greek
au̯(e)-9, au̯ed-, au̯er- (*aku̯ent- : aḫu̯ent-) — au̯(e) 9, au̯ed , au̯er (*aku̯ent : aḫu̯ent ) English meaning: to flow, to wet; water, etc. Deutsche Übersetzung: “benetzen, befeuchten, fließen” Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ):… … Proto-Indo-European etymological dictionary